- ἐξαπλῷ
- ἐκ , ἀπό-λάω 1pres opt act 3rd sgἐκ , ἀπό-λάω 2seizepres opt act 3rd sg (doric)ἐκ , ἀπό-λάζωfut opt act 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
εξαπλώ — ἑξαπλῶ, όω (Μ) [εξαπλός] εξαπλασιάζω … Dictionary of Greek
ἐξαπλῶ — ἐξαπλόω unfold pres subj act 1st sg ἐξαπλόω unfold pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εξάπλωσις — ἑξάπλωσις, η (Μ) [εξαπλώ] ο πολλαπλασιασμός επί έξι … Dictionary of Greek
εξαπλώνω — και ξαπλώνω (AM ἐξαπλῶ, όω) [απλώνω] 1. απλώνω, τεντώνω σ όλη την έκταση, ξετυλίγω «οὐρανὸν ὡς δέρριν ἐξήπλωσε», Λουκάς) 2. (ειδ.) τεντώνω τα χέρια («τὰ χέρια της ἐξήπλωσεν στὸν τράχηλον τοῡ νέου») 3. παθ. κατακλίνομαι, ξαπλώνω, πλαγιάζω («εἰς… … Dictionary of Greek
προεξαπλώ — όω, Α ξεδιπλώνω προηγουμένως κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + ἐξαπλῶ «απλώνω, ξετυλίγω»] … Dictionary of Greek
προσεξαπλώ — όω, Α 1. εξαπλώνω, αναπτύσσω επί πλέον 2. ερμηνεύω επί πλέον. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + ἐξαπλῶ «απλώνω, ερμηνεύω, διευκρινίζω»] … Dictionary of Greek
συνδιεξαπλώ — όω, Μ απλώνω κάτι μαζί με κάτι άλλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + διά + ἐξαπλῶ] … Dictionary of Greek